- μετατροπαλίζομαι
- μετα - τροπαλίζομαι (τρέπω): turn about to look behind (in flight), Il. 20.190†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μετατροπαλίζομαι — (Α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, μεταστρέφομαι («οὔ τι μετατροπαλίζεο φεύγων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τροπαλίζω «στρέφω»] … Dictionary of Greek
μετατροπαλίζεο — μετατροπαλίζομαι turn about pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μετατροπαλίζομαι turn about pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μετατροπαλίζομαι turn about imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μετατροπαλίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετετροπαλίζεο — μετατροπαλίζομαι turn about imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)